Η Ψυχολογία των Ψευδών Ειδήσεων

Της  Κλινικής Νευροψυχολόγου, MSc,  Νικολέττας Μπουρσινού

 

Οι ψευδείς ειδήσεις ή ψευδονέα (fake news) αποτελούν μία κατηγορία ψευδών πληροφοριών που διαδίδονται κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και έχουν απασχολήσει, μεταξύ άλλων τις κοινωνικές επιστήμες και την ψυχολογία.

 

Τα κοινά χαρακτηριστικά των fake news

Τα κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ψευδών ειδήσεων είναι οι εντυπωσιακοί, συχνά ακραίοι, τίτλοι, η απουσία βιβλιογραφίας, πηγών ή του ονοματεπώνυμου του συγγραφέα και η συνοδεία από εικόνες, συχνά υπερβολικού ή καταστροφολογικού περιεχομένου.

Σκοπός των ψευδών ειδήσεων είναι η παραπληροφόρηση, η αύξηση της αναγνωσιμότητας ενός ιστοτόπου ή σελίδας, η προπαγάνδα, η πολιτική ή κοινωνική πόλωση. Συνήθως περιέχουν αναληθές/ μη εξακριβωμένο περιεχόμενο, αυθαίρετα συμπεράσματα, θεωρίες συνωμοσίας, φήμες, μύθους, λανθασμένες ή παραποιημένες πληροφορίες.

Το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κατακλύσει την καθημερινότητά μας τα τελευταία χρόνια. Για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η δυνατότητα προσέλκυσης επισκεπτών στους ιστοτόπους τους είναι απαραίτητη για τη δημιουργία εσόδων από διαφημίσεις.

Η ευκολία με την οποία το άτομο έρχεται σε επαφή με ψευδείς ειδήσεις μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και ο διαμοιρασμός ή κοινοποίηση τους, έχει επίσης αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.

 

Σύμφωνα μάλιστα, με έρευνα του Reuters Institute (2016), η πλειοψηφία των ανθρώπων πια βασίζεται στο διαδίκτυο και όχι στα έντυπα μέσα ενημέρωσης για την πληροφόρησή της.

 

Ψευδείς ειδήσεις και covid- 19

 

Από την αρχή της πανδημίας του COVID-19, το διαδίκτυο κατέκλυσαν ειδήσεις με ψευδές περιεχόμενο, οι οποίες αφορούσαν σε θεωρίες συνομωσίας σχετικά με το πώς προέκυψε ο ιός, σε μη επαληθευμένους τρόπους προφύλαξης από αυτόν, σε γιατροσόφια σχετικά με την ίαση και άλλα.

Όσον αφορά την «δημιουργία» του ιού, εξαιρετικά διαδεδομένη ήταν η είδηση ότι επρόκειτο για έναν εργαστηριακά κατασκευασμένο ιό από την Κίνα, η οποία είχε σαν πρωταρχικό στόχο να υπονομεύσει την εξουσία των ΗΠΑ.

Το γεγονός αυτό οδήγησε σε ακραίες τοποθετήσεις και συμπεριφορές με ρατσιστικό περιεχόμενο ως προς μία ολόκληρη εθνική ομάδα.

Αντίστοιχα, οι ανακριβείς και μη επιστημονικές μέθοδοι προφύλαξης από τον ιό, θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία και δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την υιοθέτηση στρατηγικών ατομικής υγιεινής και προστασίας, με αποτέλεσμα την πιο εύκολη διασπορά του ιού.

 

Από πρόσφατες έρευνες, έχει βρεθεί ότι η διάδοση και η πίστη σε θεωρίες συνωμοσίας και ψευδών ειδήσεων συνδέεται με την άρνηση εμβολιασμού και την άρνηση υιοθέτησης μέτρων ατομικής προστασίας, όπως είναι η χρήση μάσκας.

 

Ακόμα, οι θεωρίες συνωμοσίας που αναπαράγονται, δημιουργούν περαιτέρω φόβο, στρες και αρνητικά συναισθήματα στα άτομα που βρίσκονται αντιμέτωπα με μία πρωτόγνωρη κατάσταση και αναγκάζονται, δεδομένων των συνθηκών, να διαβιούν εν μέσω ανασφάλειας και κοινωνικής απομόνωσης.

 

Η ψυχολογία των ψευδών ειδήσεων

 

Ήδη από το δεκαετία του ΄70, μελέτες κοινωνικής ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Stanford έδειξαν ότι η ανθρώπινη συλλογιστική διαδικασία υποπίπτει σε πολλά γνωστικά σφάλματα και μάλιστα η αναθεώρηση τους είναι εξαιρετικά δύσκολη, ακόμα και όταν παρουσιάζονται επιστημονικά δεδομένα και στατιστικά στοιχεία που να υποστηρίζουν το αντίθετο.

Μία πρώτη ενδιαφέρουσα έννοια είναι η προκατάληψη επιβεβαίωσης (confirmation bias), σύμφωνα με την οποία, οι άνθρωποι τείνουν να ενστερνίζονται απόψεις που ταιριάζουν στα ήδη διαμορφωμένα σχήματα τους για τον κόσμο, και αντίστοιχα, να απορρίπτουν εκείνες που δεν ταιριάζουν στις πεποιθήσεις τους.

Ερευνητές του πανεπιστημίου του Stanford συνέθεσαν δύο ομάδες συμμετεχόντων, εκ των οποίων η μία αποτελούνταν από άτομα που ήταν υπέρ της θανατικής ποινής και η άλλη υπέρ της κατάργησής της. Και στις δυο ομάδες οι ερευνητές παρουσίασαν άρθρα που είχαν επιχειρήματα υπέρ ή κατά της θανατικής ποινής. Ανάλογα με την αρχική τους πεποίθηση, οι συμμετέχοντες έτειναν να αξιολογούν ως πιο έγκυρα και επιστημονικά τα άρθρα που υποστήριζαν την προσωπική αρχική τους άποψη, αγνοώντας τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι ο αλγόριθμος των μέσων κοινωνικών δικτύωσης και των διαφημίσεων λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο: με βάση τα προηγούμενα likes, clicks ή τις αναζητήσεις μας, μας «πετάει» συνεχώς ειδήσεις, άρθρα ή προϊόντα συναφούς περιεχομένου.

Ακόμα μία ενδιαφέρουσα έννοια είναι αυτή της οικειότητας (familiarity). Έρευνες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι τείνουν να θεωρούν μία πληροφορία έγκυρη, εάν έχουν ξαναέρθει σε επαφή μαζί της στο παρελθόν. Η αίσθηση του «αυτό το έχω ξανακούσει», χωρίς απαραίτητα να θυμόμαστε από ποιον, αν μας έπεισε ή όχι την πρώτη φορά, αν ελέγξαμε την εγκυρότητας της πληροφορίας αυτής, μας κάνει αυτόματα πιο «θετικούς» ως προς το να δεχθούμε την πληροφορία ως αληθή.

Μία ακόμα ακόμη εξήγηση που θα μπορούσε να δοθεί στο γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι πιο εύπιστοι σε θεωρίες συνωμοσίας, αφορά χαρακτηριστικά προσωπικότητας ή συγκεκριμένες συναισθηματικές καταστάσεις των ανθρώπων.

Σύμφωνα με μία πρόσφατη έρευνα του πανεπιστημίου του Πρίνστον (2017), οι άνθρωποι που αισθάνονται αδικημένοι ή κοινωνικά αποκλεισμένοι, είναι πιο πιθανό να αναζητήσουν νόημα σε αμφιβόλου εγκυρότητας ερμηνείες για τον κόσμο, όπως είναι οι θεωρίες συνωμοσίας. Μάλιστα, η πίστη αυτή σε αντισυμβατικές ιδέες και η τάση ευπιστίας σε λανθασμένο ή ψευδές περιεχόμενο, οδηγεί τα άτομα σε περαιτέρω κοινωνική απομάκρυνση, ενισχύοντας τον φαύλο κύκλο του αποκλεισμού.

Τέλος, από βιολογικής άποψης, οι άνθρωποι είναι προγραμματισμένοι να ανιχνεύουν τους πιθανούς κινδύνους στο περιβάλλον τους προκειμένου να προφυλαχθούν. Ο ενστικτώδης μηχανισμός αυτός εντοπισμού του κινδύνου μας κάνει να σταματάμε σε ένα άρθρο καταστροφολογικού περιεχομένου για παράδειγμα, ακριβώς για αυτόν τον λόγο: για να είμαστε ενήμεροι και να προφυλαχθούμε, αγνοώντας πολλές φορές την αξιοπιστία ή την εγκυρότητα των όσων διαβάζουμε.

 

 

Εντοπίζοντας τις ψευδείς ειδήσεις

 

Όπως είδαμε, η ανθρώπινη συλλογιστική διαδικασία υποπίπτει σε γνωστικά λάθη. Ο εντοπισμός των ψευδών ειδήσεων δεν είναι μία εύκολη διαδικασία, καθώς απαιτεί κριτική σκέψη, ενημέρωση, περαιτέρω διασταύρωση και συνεχόμενη αμφισβήτηση. Ο καταιγισμός των πληροφοριών, ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη ζωή μας και οι ποικίλες πηγές πληροφόρησης που έχουμε στη διάθεσή μας, κάνουν το έργο αυτό ακόμα πιο δύσκολο.

Ωστόσο, υπάρχουν μερικά «μέτρα προφύλαξης» που μπορούμε να λάβουμε, προκειμένου να αναγνωρίζουμε τις ψευδείς ειδήσεις:

 

  • Ενημερωνόμαστε για την πηγή.
    Αναζητάμε πληροφορίες για τον ιστότοπο που έχει δημοσιεύσει το άρθρο. Είναι έγκυρο; Τι θεματολογίας περιεχόμενο δημοσιεύει; Αναφέρεται από άλλα sites; Στο διαδίκτυο υπάρχουν λίστες με ιστότοπους που έχουν επισημανθεί για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, επομένως θα μπορούσαμε αρχικά να κάνουμε μία αναζήτηση για την εγκυρότητα του εκάστοτε ιστοτόπου.

 

  • Ενημερωνόμαστε για τον γράφοντα.
    Αρχικά θα πρέπει να αναζητήσουμε αν το άρθρο που μόλις διαβάσαμε υπογράφεται από κάποιον συγγραφέα ή αρθρογράφο. Συνήθως τα ανυπόγραφα άρθρα είναι και τα πιο ύποπτα. Στη συνέχεια, μπορούμε να αναζητήσουμε πληροφορίες για την ιδιότητα του γράφοντα, τις σπουδές του και την εμπειρία του, προηγούμενα άρθρα του κ.α.

 

  • Ελέγχουμε την ημερομηνία.
    Συχνά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναδημοσιεύονται παλιότερα άρθρα και παρουσιάζονται ως σύγχρονα ή επιχειρείται σύνδεση τους με τη τωρινή συγκυρία, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη συνάφεια.

 

  • Ύπαρξη πηγών ή βιβλιογραφίας.
    Τόσο σε ενημερωτικά, όσο και σε επιστημονικά άρθρα, η μη ύπαρξη βιβλιογραφίας, αναφορών ή πηγών (έρευνες, ρεπορτάζ, βιβλία κτλ), θα πρέπει να μας προϊδεάζει αρνητικά για την εγκυρότητα των όσων διαβάζουμε. Ακόμα και στην περίπτωση που αναφέρονται πηγές ή βιβλιογραφία, θα πρέπει να μπαίνουμε στη διαδικασία να διασταυρώνουμε ότι έχουν χρησιμοποιηθεί σωστά και ότι μεταφέρουν όντως με ακρίβεια τις πληροφορίες.

 

  • Ελέγχουμε τα συλλογιστικά μας λάθη.
    Θα πρέπει πάντα να αναρωτιόμαστε αν τα δικά μας συλλογιστικά λάθη και οι προσωπικές μας πεποιθήσεις επηρεάζουν την κρίση μας. Για παράδειγμα, ερωτήσεις όπως «Μήπως η πληροφορία αυτή μου φαίνεται έγκυρη γιατί έχω την ίδια άποψη με τον γράφοντα;» ή «Μήπως η πληροφορία αυτή μου φαίνεται έγκυρη γιατί κάτι μου θυμίζει/κάπου την έχω ξανακούσει/ εκφράζει αυτό που πραγματικά εύχομαι ή φοβάμαι ότι θα συμβεί;» μπορούν να βοηθήσουν στην ανίχνευση των δικών μας γνωστικών λαθών που επηρεάζουν την κρίση μας.

 

 

Η Μπουρσινού Νικολέττα είναι Κλινική Νευροψυχολόγος, MSc 

Συνεργάτης της Κινητής Μονάδας Ψυχικής υγείας της Κλίμακας ΝΑ Κυκλάδων