Είναι εφικτή η νέα «πράσινη» Κοινή Αγροτική Πολιτική;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί εδώ και δέκα χρόνια περίπου να κάνει βήματα προς μία αγροτική οικονομία που θα σέβεται το περιβάλλον. Τώρα κάνει πίσω, έστω και προσωρινά, έχοντας εξαγριώσει τους αγρότες. Η Ελλάδα είναι στο «τελευταίο βαγόνι» του τρένου.

 

Tον Δεκέμβριο του 2023 το συμβούλιο των υπουργών Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτίμησε τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Η ΚΑΠ είναι η πιο σημαντική και η πιο ακριβή κοινή πολιτική της ΕΕ.

 

Οι στόχοι της ΚΑΠ 2023-2027 είναι οι παρακάτω:

 

  • Να παράσχει πιο στοχευμένη στήριξη σε μικρότερες γεωργικές εκμεταλλεύσεις.

 

  • Να ενισχύσει τη συμβολή της γεωργίας στην επίτευξη των στόχων της ΕΕ για το περιβάλλον και το κλίμα.

 

  • Να προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στα κράτη μέλη ώστε να προσαρμόσουν τα μέτρα στις τοπικές συνθήκες.

 

Οι κυριότερες πτυχές της πολιτικής είναι οι εξής:

 

 

  • Νέα «πράσινη αρχιτεκτονική», βασιζόμενη στα περιβαλλοντικά πρότυπα που πρέπει να τηρούν οι γεωργοί και πρόσθετα εθελοντικά μέτρα.

 

  • Πιο στοχευμένες άμεσες ενισχύσεις και παρεμβάσεις υπέρ της αγροτικής ανάπτυξης, υποκείμενες σε στρατηγικό σχεδιασμό.

 

  • Προσέγγιση με βάση τις επιδόσεις, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετήσιες εκθέσεις για τις επιδόσεις τους.

 

 

Οι πρώτες πιέσεις

Η «πράσινη» ΚΑΠ αυξάνει τα κόστη για τους αγρότες. Αυτοί όμως, από την αρχή της εφαρμογής της είχαν να αντιμετωπίσουν μία ακόμα πρόκληση: τις φθηνές εισαγωγές από χώρες που δεν είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν τα ευρωπαϊκά στάνταρ.

Ο πρώτος χρόνος εφαρμογής της νέας ΚΑΠ συνέπεσε με μία έκρηξη των εισαγωγών ουκρανικών γεωργικών προϊόντων, καθώς αποφασίσθηκε πως αυτά θα ήταν ελεύθερα δασμών, αρχικά σε πέντε χώρες της Ένωσης που συνορεύουν με την Ουκρανία και μετά σε όλες τις χώρες της Ένωσης. Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ το έκανε για να υποστηρίξει την Ουκρανία στον πόλεμο, οι γειτονικές με την Ουκρανία χώρες αναγκάσθηκαν να κλείσουν προσωρινά τα σύνορά τους στα ουκρανικά προϊόντα, διότι οι φθηνές εισαγωγές υπονόμευαν την ακριβότερη ντόπια φυτική παραγωγή (σιτηρά, καλαμπόκι). Μάλιστα το αρχικό «ελεύθερο» για τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων στις γειτονικές με την Ουκρανία χώρες της ΕΕ, περιορίσθηκε στο δικαίωμα των εμπόρων να χρησιμοποιούν τις χώρες αυτές ως τράνζιτ, με ρητή πρόβλεψη να μην πωλούνται τα προϊόντα σε αυτές, αλλά στις άλλες χώρες της Ένωσης.

Στο τέλος του δεύτερου χρόνου του ρωσο-ουκρανικού πολέμου οι εξαγωγές ουκρανικών αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ προσέγγιζαν τα 12,9 δισ. δολάρια, καθιστώντας την τον μεγαλύτερο εξαγωγέα τροφίμων προς την ΕΕ μετά τη Βραζιλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

 

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου του Τάσου Τέλλογλου στο insidestrory.gr – ΕΔΩ