Τουλάχιστον 50 κράτη χρησιμοποιούν apps ιχνηλάτησης του COVID-19

Οι εφαρμογές ιχνηλάτησης επαφών (tracing apps) είναι από τα ψηφιακά εργαλεία, που έχουν ενεργοποιηθεί στη μάχη κατά του ιού, αν και η χρήση τους έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση, λόγω των ανησυχιών σχετικά με το απόρρητο και τα προσωπικά δεδομένα. Ο κατάλογος των χωρών, που αναπτύσσονται ή έχουν κυκλοφορήσει αντίστοιχες εφαρμογές, είναι εκτενής. Σύμφωνα με το MIT Technology Review, τουλάχιστον 50 κυβερνήσεις χρησιμοποιούν, επί του παρόντος, αντίστοιχα apps.

Οι εφαρμογές εγκαθίστανται εθελοντικά και προειδοποιούν τους χρήστες, εάν έχουν βρεθεί, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κοντά σε άτομο, που δήλωσε ότι έχει διαγνωστεί θετικό στον κορωνοϊό. Σε περίπτωση ειδοποίησης έκθεσης ενός ατόμου, η εφαρμογή μπορεί να παράσχει σχετικές πληροφορίες από υγειονομικές αρχές, όπως η υπόδειξη υποβολής σε διαγνωστική εξέταση ή η αυτοαπομόνωση, καθώς και στοιχεία σημείου επαφής.

Ο βαθμός, στον οποίο οι εφαρμογές συλλέγουν δεδομένα χρηστών, ποικίλλει ανά χώρα. Το σύστημα της Κίνας συλλέγει όλα τα δεδομένα, από την ταυτότητα των πολιτών, την τοποθεσία και το ιστορικό διαδικτυακών πληρωμών. Από την άλλη, η εφαρμογή “Corona-Warn” στη Γερμανία συμμορφώνεται με τους αυστηρούς νόμους του Βερολίνου για το απόρρητο.

Ανταπόκριση χρηστών

Παρά τις ανησυχίες, οι ειδικοί εκτιμούν πει ότι οι εφαρμογές μπορούν πράγματι να αποδειχθούν κρίσιμες για τη βελτίωση της ανίχνευσης επαφών και τον εντοπισμό των αλυσίδων λοίμωξης. Στη Γερμανία, αρχικά δηλώθηκε ότι το 60% του πληθυσμού εγκατέστησε τη σχετική εφαρμογή, ποσοστό που διαψεύστηκε από το Υπουργείο Υγείας, το οποίο εκτίμησε ότι θα ήταν ικανοποιητικό, εάν κατεβάσουν το app μερικά εκατομμύρια χρήστες. Μέχρι στιγμής, υπολογίζεται ότι 14 εκατ. Γερμανοί έχουν εγκαταστήσει το app.

Η Apple και η Google ανακοίνωσαν στις 10 Απριλίου ότι ενσωματώνουν την τεχνολογία ανίχνευσης επαφών στα λειτουργικά τους συστήματα, αλλά μέχρι τα μέσα Ιουλίου μόνο τέσσερις πολιτείες των ΗΠΑ δήλωσαν ότι θα συμμετάσχουν στο έργο.

Στην Ε.Ε.

Στα μέσα Ιουνίου, τα κράτη – μέλη της ης Ε.Ε. συμφώνησαν επί του συνόλου των τεχνικών προδιαγραφών για τη διασφάλιση της ασφαλούς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εφαρμογών ιχνηλάτησης επαφών. Αυτό αφορά τη συντριπτική πλειονότητα των εφαρμογών ιχνηλάτησης, που βασίζονται σε αποκεντρωμένη αρχιτεκτονική και που λειτουργούν ήδη – ή πρόκειται να δρομολογηθούν – στην Ε.Ε.

Στη βάση της σχετικής συμφωνίας, η ανταλλαγή των δεδομένων εγγύτητας μεταξύ των εφαρμογών γίνεται με κρυπτογραφημένο τρόπο, που δεν θα επιτρέπει την ταυτοποίηση κανενός προσώπου, σύμφωνα με τις αυστηρές κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε. για τις εφαρμογές, όσον αφορά την προστασία των δεδομένων. Επίσης, δεδομένα γεωγραφικής θέσης δεν χρησιμοποιούνται.

Με βάση τη σύσταση, τα κράτη – μέλη, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, ανέπτυξαν μια “εργαλειοθήκη” για τη χρήση εφαρμογών για φορητές συσκευές. Η εργαλειοθήκη καθορίζει τις βασικές απαιτήσεις για τις εφαρμογές αυτές και αντικατοπτρίζει τις βέλτιστες πρακτικές στη χρήση των εφαρμογών για φορητές συσκευές με σκοπό την ιχνηλάτηση επαφών και την αποστολή προειδοποιήσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Σύμφωνα με την εργαλειοθήκη, τα δεδομένα, που αφορούν την υγεία, θεωρούνται ευαίσθητα και επομένως, η επεξεργασία τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Ωστόσο, ο GDPR προβλέπει ότι ένας από τους νομικούς λόγους για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι το δημόσιο συμφέρον στον τομέα της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, η επεξεργασία ενδέχεται να είναι απαραίτητη για ανθρωπιστικούς σκοπούς, μεταξύ άλλων για την παρακολούθηση επιδημιών.

Πηγή: ΣETE